- συγκαταγράφω
- συγκατα-γράφω [pron. full] [ᾰ],A inscribe together, εἴς τι f.l. in Gem.5.14 codd.II join in executing a conveyance, PLond.2.251.20 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαταγράφω — Α 1. καταγράφω μαζί σε κάτι 2. αριθμώ μαζί κατά την εκτέλεση μεταφοράς … Dictionary of Greek